- .άταν
- ἄ̱τᾱν , ἄτηbewildermentfem acc sg (doric aeolic)ἔτᾱν , ἔτηςclansmenmasc acc sg (epic doric aeolic)ἔταν , ἔτηςclansmenmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀτᾶν — Ἄτη fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτᾶν — ἀ̱τᾶν , ἄτη bewilderment fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄταν — Ἄτᾱν , Ἄτη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄταν — ἄ̱τᾱν , ἄτη bewilderment fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανόζυξ — μελανόζυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ ἄταν» οδήγησε μέσα στη λίμνη τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. πλοίο με μαύρους κωπηλάτες, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζυξ (< ζεύγνυμι … Dictionary of Greek
προφαίνω — ΜΑ [φαίνω] φέρνω στο φως, φανερώνω (α. «προφαίνων, θεοφάντορ, τὸ ἄφυκτον», Μηναί. β. «τοῑσι... θεοὶ τέραα προύφαινον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. επιδεικνύω («οἱ πλουτοῡντες αὐτοὶ καὶ τὰς πορφυρίδας προφαίνοντες», Λουκιαν.) 2. αναδεικνύω, καθιστώ κάποιον… … Dictionary of Greek
ρίψοπλος — ον, Α αυτός που κάνει τους πολεμιστές να ρίχνουν τα όπλα («ἀνδρολέτειραν... ῥίψοπλον ἄταν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. φέρ οπλος, χρύσ οπλος] … Dictionary of Greek
υπέροπλος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει υπερβολική πίστη στη δύναμη τών όπλων του 2. (κατ επέκτ.) υπεροπτικός, περήφανος 3. (για καταστάσεις) υπερβολικός («ἄταν ὑπέροπλον», Πίνδ.) 4. (για πρόσ.) πολύ δυνατός 5. (για ψάρια) υπερμεγέθης, πελώριος 6. φρ … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek